- χαμαιδρυάς
- χᾰμαι-δρῠάς, άδος, ἡ,A = χαμαίδρυς, Androm. ap. Gal.14.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιδρυάς — άδος, ἡ, Α βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] … Dictionary of Greek
χαμαιδρυάδος — χαμαιδρυάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)